- ὑμνῇ
- ὑμνέωsing ofpres subj mp 2nd sgὑμνέωsing ofpres ind mp 2nd sgὑμνέωsing ofpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὕμνη — ὕ̱μνη , ὑμνέω sing of imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑμνέω sing of pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὑμνέω sing of imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφημητήριος — εὐφημητήριος, ον (Μ) αυτός που επιφέρει επευφημίες, που λέγεται ως επευφημία, ο ευφημητικός, ο εξυμνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ φημώ + κατάλ. τήριος (πρβλ. νικη τήριος, υμνη τήριος)] … Dictionary of Greek
λιβανωτρίς — λιβανωτρίς, ίδος, ἡ (Α) λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λιβανωτίς, με επίθημα τρίς (πρβλ. ουρη τρίς, υμνη τρίς)] … Dictionary of Greek
συλήτειρα — ἡ, Α αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα τειρα (πρβλ. υμνή τειρα)] … Dictionary of Greek